σφενδον-άω

  • 1ταυραία — ἡ, ΜΑ (βυζ.) είδος σάλπιγγας τών Βυζαντινών η οποία κατασκευαζόταν από βοδινό κέρατο ή από μέταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κατάλ. αῖος, αία (πρβλ. σφενδον αία)] …

    Dictionary of Greek