σφενδονήτης
1σφενδονήτης — slinger masc nom sg …
2σφενδονήτης — και σφενδονίτης, ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [σφενδονῶ / σφενδόνη] στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη μσν. (για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με σφενδόνη …
3σφενδονητῶν — σφενδονήτης slinger masc gen pl …
4σφενδονήταις — σφενδονήτης slinger masc dat pl …
5σφενδονήτου — σφενδονήτης slinger masc gen sg …
6σφενδονήτας — σφενδονήτᾱς , σφενδονήτης slinger masc acc pl σφενδονήτᾱς , σφενδονήτης slinger masc nom sg (epic doric aeolic) …
7пращник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (σφενδονήτης) действующий против неприятеля пращей …
8σφενδονίτης — ὁ, Α βλ. σφενδονήτης …
9σφενδονητικός — ή, όν, Α [σφενδονήτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφενδονητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού χειρισμού τής σφενδόνης …
10σφενδόνα — Λέγεται και σφενδόνη. Όργανο με το οποίο εκσφενδονίζονται πέτρες. Αποτελείται από μακριά λουρίδα, συνήθως δερμάτινη, η οποία φέρει στο μέσο της πλατύ θύλακο, όπου τοποθετείται η πέτρα. Ο σφενδονιστής (αρχ. σφενδονήτης), αφού πρώτα βάλει την πέτρα …
- 1
- 2