σφεδανός
11σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… …
12σφαδανός — ή, όν, Α βλ. σφεδανός …
13σφεδανώ — άω, Α [σφεδανός] (κατά τον Αρίσταρχο, δ. γρφ στην Ιλ. αντί σφεδανόν) ορμώ μαινόμενος …
14σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… …
15σφεδανοῖο — σφεδανάω vehement pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic) σφεδανός vehement masc/neut gen sg (epic) …
16σφεδανάς — σφεδανά̱ς , σφεδανός vehement fem acc pl …
17σφεδανῆς — σφεδανάω vehement pres ind act 2nd sg (doric) σφεδανάω vehement pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) σφεδανός vehement fem gen sg (attic epic ionic) …
18σφεδανῶ — σφεδανάω vehement pres imperat mp 2nd sg σφεδανάω vehement pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σφεδανάω vehement pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σφεδανάω vehement pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) σφεδανάω vehement pres ind …
19σφεδανῷ — σφεδανάω vehement pres opt act 3rd sg σφεδανός vehement masc/neut dat sg …
20sp(h)e(n)d- — sp(h)e(n)d English meaning: to shiver, to shake Deutsche Übersetzung: “zucken, zappeln” and (about “flackern”) “glänzen” Material: O.Ind. spandatē ‘shrugs, jerks, hits, knocks from”, spanda m. “ twitch, movement”, snüyu spanda… …
- 1
- 2