σφαῖρος
1Σφαῖρος — masc nom sg …
2σφαῖρος — masc nom sg …
3σφαίρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές… …
4Σφαῖρον — Σφαῖρος masc acc sg …
5σφαῖρον — σφαῖρος masc acc sg …
6Σφαίρου — Σφαῖρος masc gen sg …
7σφαίρου — σφαῖρος masc gen sg σφαιρόω make into a globule pres imperat act 2nd sg σφαιρόω make into a globule imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8Σφαίρῳ — Σφαῖρος masc dat sg …
9σφαίρῳ — σφαῖρος masc dat sg …
10εύσφαιρος — εὔσφαιρος, ον (Μ) (κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσό σφαιρος, οκτά σφαιρος] …