σφαιρ-όω

  • 1-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… …

    Dictionary of Greek

  • 2Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …

    Deutsch Wikipedia

  • 3Sphaerorrhiza —   Sphaerorrhiza Clasificación científica Reino: Plant …

    Wikipedia Español

  • 4-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… …

    Dictionary of Greek

  • 5θυρεοσφαιρίνη — η (βιοχ.) ιωδιούχος πρωτεΐνη που απαντά στα θυρεοειδή θυλάκια και αποτελεί την αποθηκευτική μορφή τού θυρεοειδικού ιωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreoglobuline < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + globul ine …

    Dictionary of Greek

  • 6ιονίδιο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ιοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο, χοιρ ίδιο)] …

    Dictionary of Greek

  • 7ιππίδιον — το (Α ἱππίδιον) νεοελλ. 1. (υποκορ. τού ίππος) μικρός ίππος, ιππάριο, αλογάκι 2. αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 8καρκινίδιον — καρκινίδιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού καρκίνος*) μικρός κάβουρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδıoν, σφαιρ ίδιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 9κελλαρίδιον — κελλαρίδιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού κελλάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελλάριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κηπ ίδιον, σφαιρ ίδιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 10κοιλίδιον — κοιλίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κοιλία) μικρή κοιλιά, κοιλίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …

    Dictionary of Greek