σφαιρο-ειδής
1ζυγοειδής — ζυγοειδής, ές (Α) όμοιος με ζυγό («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + είδης (< είδος), πρβλ. σφαιρο ειδής, ωο ειδής] …
2ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… …
3ηλεκτροειδής — ἠλεκτροειδής, ές (Α) αυτός που αναφέρεται στο ήλεκτρο, στο κεχριμπάρι, ή που μοιάζει με κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + ειδής (πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής)] …
4ηλιοειδής — ἡλιοειδής, ές (AM, Α και ἡλιώδης) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ... ἡλιοειδῶς (AM) λαμπρά όπως ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής] …
5ηλοειδής — ἡλοειδής, ές (Α) όμοιος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …
6θηλοειδής — ές (Α θηλοειδής, ές) ανατ. αυτός που έχει σχήμα θηλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + ειδής (< είδος), πρβλ. αμφιβληστρο ειδής, σφαιρο ειδής] …
7θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… …
8ιξοειδής — ἰξοειδής, ές (Α) ιξώδης, κολλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + ειδής (< είδος), πρβλ. κολλο ειδής, σφαιρο ειδής] …
9καισαροειδής — καισαροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με καίσαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …
10καλαθοειδής — καλαθοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του. επίρρ... καλαθοειδῶς (Α) με σχήμα ή μορφή καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …
- 1
- 2