σφαγή
1σφαγή — slaughter fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… …
3σφαγή — η 1. κόψιμο του λαιμού, σφάξιμο. 2. αιματοχυσία, ομαδικοί φόνοι: Η σφαγή του άμαχου πληθυσμού προκάλεσε την αγανάκτηση όλων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σφαγῇ — σφάζω slay aor subj pass 3rd sg σφαγῆι , σφαγεύς slayer masc dat sg (epic ionic) σφαγή slaughter fem dat sg (attic epic ionic) …
5Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… …
6σφαγῆ — σφαγεύς slayer masc nom/voc/acc dual σφαγεύς slayer masc acc sg …
7σφαγῆι — σφαγῇ , σφάζω slay aor subj pass 3rd sg σφαγεύς slayer masc dat sg (epic ionic) σφαγῇ , σφαγή slaughter fem dat sg (attic epic ionic) …
8σφαγαῖς — σφαγή slaughter fem dat pl …
9σφαγαῖσι — σφαγή slaughter fem dat pl (epic ionic aeolic) …
10σφαγαῖσιν — σφαγή slaughter fem dat pl (epic ionic aeolic) …