σφαγή

  • 21Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 22Резня в Дистомо — The Distomo Memorial В Дистомо, ном Беотия, Греция в годы Второй Мировой войны немецкими оккупационными войсками были произведена резня гражданского населения и разрушение села …

    Википедия

  • 23Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …

    Dictionary of Greek

  • 24αλληλοσφαγή — η αμοιβαία σφαγή, αλληλοσκοτωμός, ιδιαίτερα ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες της ίδιας οικογένειας ή εθνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σφαγή] …

    Dictionary of Greek

  • 25ανθρωποσφαγή — η (κ. ανθρωποσφαγία) σφαγή ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + σφαγή < σφάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 26κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 27κοντόσφαγος — η, ο αυτός που έχει κοντή σφαγή, δηλ. κοντό τράχηλο, κοντολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + σφαγός (< σφαγή), πρβλ. ά σφαγος, παρθενό σφαγος] …

    Dictionary of Greek

  • 28λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …

    Dictionary of Greek

  • 29πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …

    Dictionary of Greek

  • 30σικελικός — ή, ό / σικελικός, ή, όν, ΝΑ [Σικελία / Σικελός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σικελία ή στους Σικελούς (α. «σικελική μαφία» β. «τροφαλίδα τυροῡ Σικελικήν», Αριστοφ.) 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σικελία νεοελλ. φρ. «σικελικός …

    Dictionary of Greek