σφαγή

  • 121κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… …

    Dictionary of Greek

  • 122λαγωσφαγία — λαγωσφαγία, ποιητ. τ. λαγωσφαγίη, ἡ (Α) σφαγή λαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο σφαγία, χοιρο σφαγία) …

    Dictionary of Greek

  • 123λεπίδι — και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι) νεοελλ. 1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα 2. μαχαίρι 3. (στον β τύπο) το λεπίδιο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή 4. φρ. «έπεσε λεπίδι» α) έγινε μεγάλη και… …

    Dictionary of Greek

  • 124μακέλλεμα — το (Μ μακέλλεμα) [μακελλεύω] σφαγή νεοελλ. εκτεταμένος και βαρύς τραυματισμός, κόψιμο σε διάφορα σημεία, κυρίως με μαχαίρι μσν. σφαγμένο ζώο, σφαχτάρι που προοριζόταν για φαγητό …

    Dictionary of Greek

  • 125μακελλειό — το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος] 1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο 2. κρεοπωλείο, χασάπικο 3. μαγειρείο νεοελλ. μσν. μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό») μσν. φρ. α. κάμνω… …

    Dictionary of Greek

  • 126μακελλεμός — μακελλεμός, ὁ (Μ) [μακελλεύω] ομαδική σφαγή ανθρώπων …

    Dictionary of Greek

  • 127μανάρι — το 1. σιτευτό αρνί που τρέφεται στο σπίτι και προορίζεται για σφαγή, θρεφτάρι 2. θωπευτική προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμνάριον με επίδραση τού μάννα] …

    Dictionary of Greek

  • 128μανιότης — μανιότης, ητος και μανιότητα, ἡ (Μ) [μανία] 1. σφοδρή οργή, μανία 2. άγρια σφαγή …

    Dictionary of Greek