συ-)ζητητής
1ζητητής — seeker masc nom sg …
2ζητητής — ο (AM ζητητής) [ζητώ] αυτός που αναζητά, που ερευνά με επιμονή, ο ερευνητής μσν. αρχ. (για θηράματα) ο ανιχνευτής αρχ. πληθ. οἱ ζητηταί οι εντεταλμένοι από το πολίτευμα τής αρχαίας Αθήνας να εξιχνιάζουν σκοτεινές περιπτώσεις παράβασης τών νόμων… …
3ζητητής — ο 1. ερευνητής. 2. αυτός που ζητάει κάτι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ζητηταῖς — ζητητής seeker masc dat pl ζητητός sought for fem dat pl …
5ζητηταί — ζητητής seeker masc nom/voc pl ζητητός sought for fem nom/voc pl …
6ζητητήν — ζητητής seeker masc acc sg (attic epic ionic) ζητητός sought for fem acc sg (attic epic ionic) …
7ζητητῶν — ζητητής seeker masc gen pl ζητητός sought for fem gen pl ζητητός sought for masc/neut gen pl …
8ζητητά — ζητητά̱ , ζητητής seeker masc nom/voc/acc dual ζητητής seeker masc voc sg ζητητής seeker masc nom sg (epic) ζητητός sought for neut nom/voc/acc pl ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc/acc dual ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc sg… …
9ζητητάς — ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc acc pl ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc nom sg (epic doric aeolic) ζητητά̱ς , ζητητός sought for fem acc pl …
10ζήτωρ — ζήτωρ, ὁ (Α) ο ζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός] …
- 1
- 2