συῶν
1συῶν — ὗς the wild swine masc/fem gen pl …
2Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …
3μορφώτρια — μορφώτρια, ἡ (Α) (για την Κίρκη) αυτή που μεταμορφώνει («Λιγυστίς θ ἡ συῶν μορφώτρια Κίρκη», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού αμάρτυρου *μορφωτήρ (< μορφῶ)] …
4σίγραι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τῶν ἀγρίων συῶν οἱ βραχεῑς καὶ σιμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεχαι πιθ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «σίκα ὗς» (βλ. και λ. σῦς)] …
5υολλός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τόπος συῶν βορβορώδης» …
6χυρράβιος — ὁ, Α συν. στον πληθ. οἱ χυρράβιοι (κατά τον Ησύχ.) «δεσμοὶ συῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χύρρα] …