Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συχνά

  • 1 συχνά

    [сихна] εκίρ. часто,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συχνά

  • 2 бывать

    бывать 1) (находиться) βρίσκομαι, είμαι 2) (посещать) συχνάζω, επισκέπτο μαι· вы часто \быватьете в театре? πηγαίνετε συχνά στο θέα τρο; 3) безл.: \быватьет συμβαί νει, τυχαίνει
    * * *
    1) ( находиться) βρίσκομαι, είμαι
    2) ( посещать) συχνάζω, επισκέπτομαι

    вы часто быва́ете в теа́тре? — πηγαίνετε συχνά στο θέατρο

    3) безл.

    быва́ет — συμβαίνει, τυχαίνει

    Русско-греческий словарь > бывать

  • 3 нередко

    Русско-греческий словарь > нередко

  • 4 о

    о (об, обо) για· σε· о ком (о чём) вы говорите? για ποιον ( για ποιο πράγμα) μιλάτε; я об этом не подумал δεν το σκέφτηκα αυτό* я о нём часто думаю τον σκέφτομαι συχνά* не беспокойтесь об этом! μην ανησυχείτε γι' αυτό! я об этом очень сожалею πολύ λυπούμαι γι αυτό* удариться о что-л. χτυπώ ( πάνω) σε κάτι; мы обо всём позаботимся θα φροντίσουμε για όλα
    * * *
    (об, обо)
    για; σε

    о ком (о чём) вы говори́те? — για ποιον (για ποιο πράγμα) μιλάτε

    я об э́том не поду́мал — δεν το σκέφτηκα αυτό

    я о нём ча́сто ду́маю — τον σκέφτομαι συχνά

    не беспоко́йтесь об э́том! — μην ανησυχείτε γι’αυτό!

    я об э́том о́чень сожале́ю — πολύ λυπούμαι γι'αυτό

    уда́риться о что-л. — χτυπώ (πάνω) σε κάτι

    мы обо всём позабо́тимся — θα φροντίσουμε για όλα

    Русско-греческий словарь > о

  • 5 часто

    часто 1) συχνά 2) (густо) πυκνά
    * * *
    2) ( густо) πυκνά

    Русско-греческий словарь > часто

  • 6 чаще

    чаще (сроен, ст. от частый и часто) συχνότερα, πιο συχνά
    * * *
    сравн. ст. от частый и часто
    συχνότερα, πιο συχνά

    Русско-греческий словарь > чаще

  • 7 встречатьться

    встречать||ться
    1. (с кем-л., с чем-либо) συναντιέμαι, συναντώμαι, ἀνταμώνομαι:
    мы с ним часто \встречатьтьсяемся συναντώ-μεθα (или ἀνταμώνουμε) συχνά·
    2. (попадаться, случаться) βρίσκομαι, ἀπαντώ, ἀπαντώμαι:
    это слово часто \встречатьтьсяется ἡ λεξις ἀπαντᾶ (или βρίσκεται) συχνά.

    Русско-новогреческий словарь > встречатьться

  • 8 доставать

    доста||ва́ть
    несов
    1. (до чего-α.) φτάνω, ἀγγίζω, πιάνω:
    \доставать до потолка φτάνω ὡς τό ταβάνι· \доставать до дна ἀγγίζω τόν πάτο·
    2. (вынимать) βγάζω, παίρνω:
    \доставать из портфе́ля βγάζω ἀπό τό χαρτοφύλακα·
    3. (приобретать, добывать) βρίσκω, προμηθεύομαι, πορίζομαι:
    \доставать материа́л для постройки προμηθεύομαι ὑλικά γιά τό χτίσιμο· \доставать билет в театр βρίσκω είσιτήριο γιά τό θέατρο·
    4. безл (быть достаточным) φτάνει, ἐπαρκεί:
    не \доставать δέν φτάνει, δέν ἐπαρκεί· \доставатьваться
    1. (выпадать на долю) τυχαίνω, λαχαίνω·
    2. безл разг:
    ему́ часто \доставатьется от матери τίς ἀρπάζει συχνά ἀπό τή μητέρα του, τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τή μητέρα του.

    Русско-новогреческий словарь > доставать

  • 9 зачастить

    зачасти́||ть
    сов разг γίνομαι πιό συχνός, γίνομαι πιό πυκνός:
    \зачастить в гости ἐπισκέπτομαι συχνά, γίνομαι συχνός μουσαφίρης· дождь \зачаститьл ἡ βροχή δυνάμωσε· \зачаститьли дожди́ ἄρχισε νά βρέχει συχνά.

    Русско-новогреческий словарь > зачастить

  • 10 попадать

    попада||ть
    несов
    1. (в цель и т. п.) πετυχαίνω, πέφτω, βρίσκω·
    2. (очутиться где-л., тж. оказаться в каком-л. положении) πέφτω, βρίσκομαι:
    \попадать в незнакомое место βρίσκομαι σέ ἄγνωστο τόπο· \попадать в засаду πέφτω σέ ἐνέδρα· \попадать в беду́ παθαίνω συμφορά· \попадать в плеи πιάνομαι αίχμάλωτος· \попадать под суд διώκομαι δικαστικώς, δικάζομαι· \попадать под автомобиль μέ πατάει τό αὐτοκίνητο· \попадать под дождь μέ πιάνει ἡ βροχή·
    3. (проникать, оказываться где-л.) μπαίνω, φτάνω·
    4. (на работу, в школу и т. п.) γίνομαι δεκτός· ◊ \попадать впросак κάνω γκάφα, παθαίνω γκάφα[ν]· ему́ часто \попадатьет от отца а) τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τόν πατέρα του, б) συχνά τρώει ξύλο ἀπό τόν πατέρα του (о побоях).

    Русско-новогреческий словарь > попадать

  • 11 часто

    часто
    нареч
    1. συχνά, συχνάκις:
    здесь очень \часто иду́т дожди ἐδῶ βρέχει πολύ συχνά·
    2. (густо, плотно) πυκνά:
    деревья \часто посажены τά δέντρα εἶναι πυ-κνοφυτεμένα.

    Русско-новогреческий словарь > часто

  • 12 часто

    επίρ.
    συχνά, τακτικά•

    я часто его встречаю εγώ συχνά τον συναντώ.

    || γοργά, γρήγορα. || πυκνά•

    деревья посажены часто τα δέντρα είναι πυκνοφυτευμένα.

    Большой русско-греческий словарь > часто

  • 13 учащать

    (делать более частым) επιταχύνω, κάνω (κάτι) πιο συχνά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учащать

  • 14 больший

    больш||ий
    прил (сравнит, ст. от большой) μεγαλύτερος; ◊ по \большийей части, \большийей частью а) ὡς ἐπί τό πλείστον, б) πολύ συχνά (чаще всего); самое \большийее τό πολύ πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > больший

  • 15 бывать

    быва||ть
    несов
    1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:
    \быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;
    2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):
    \быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;
    3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;
    4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;
    5. (в знач. связки) είμαι:
    \быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > бывать

  • 16 замигать

    замигать
    сов ἀνοιγοκλείνω συχνά τά μάτια μου, σκαρδαμύσσω / τρεμοφέγγω (о звездах, огоньках и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > замигать

  • 17 заносить

    заносить I
    несов
    1. (приносить) φέρνω κάπου, κουβαλὤ
    2. (болезнь) μεταφέρνω, φέρνω·
    3. (вносить, записывать) (κατά) γράφω, σημειώνω, καταχωρώ:
    \заносить в протокол (κατα)γράφω στά πρακτικά· \заносить на доску почета γράφω στον πίνακα τιμής·
    4. безл:
    дорогу часто заносит снегом ὁ δρόμος συχνά σκεπάζεται ἀπό χιόνι·
    5. (поднимать) σηκώνω:
    \заносить ру́ку σηκώνω τό χέρι· \заносить ногу в стремя βάζω τό πόδι στή σκάλα τής σέλλας.
    заносить II
    соз. см. занашивать.

    Русско-новогреческий словарь > заносить

  • 18 захаживать

    захажива||ть
    многокр. к заходить 2, 3· он частенько к нам \захаживатьет μᾶς ἐπισκέπτεται συχνά.

    Русско-новогреческий словарь > захаживать

  • 19 зачастую

    зачастую
    нареч разг συχνά, συχ-νάκις.

    Русско-новогреческий словарь > зачастую

  • 20 малоупотребительный

    малоупотреби́тельн||ый
    прил δύσχρηστος, ὀλιγόχρηστος, πού δέν χρησιμοποιείται συχνά:
    \малоупотребительныйое слово ἡ δύσχρηστη λέξη· \малоупотребительныйое средство τό ὁλιγόχρηστο μέσο.

    Русско-новогреческий словарь > малоупотребительный

См. также в других словарях:

  • συχνά — συχνός long neut nom/voc/acc pl συχνά̱ , συχνός long fem nom/voc/acc dual συχνά̱ , συχνός long fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνά — επίρρ. χρον., πολλές φορές: Έρχεται συχνά στο σπίτι μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συχνά — επίρρ. ΝΑ βλ. συχνός …   Dictionary of Greek

  • σύχν' — συχνά , συχνός long neut nom/voc/acc pl συχνά̱ , συχνός long fem nom/voc/acc dual συχνά̱ , συχνός long fem nom/voc sg (doric aeolic) συχνέ , συχνός long masc voc sg συχναί , συχνός long fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… …   Dictionary of Greek

  • συχνάς — συχνά̱ς , συχνός long fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνάσαι — συχνά̱σᾱͅ , συχνάζω to be frequent fut part act fem dat sg (doric) συχνάζω to be frequent aor inf act συχνάσαῑ , συχνάζω to be frequent aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»