Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συσχετίζω

См. также в других словарях:

  • συσχετίζω — συσχετίζω, συσχέτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συσχετίζω — Ν 1. σχετίζω κάτι με κάτι άλλο 2. (κατ επέκτ.) αναζητώ ή καθορίζω την μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σχετίζω (< σχέση). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Παν. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • συσχετίζω — συσχέτισα, συσχετίστηκα, συσχετισμένος 1. σχετίζω κάτι με ένα άλλο, συνδυάζω: Μη συσχετίζεις τα δύο ζητήματα. 2. καθορίζω τη σχέση ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συσχέτιση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συσχετίζω 2. (στατ.) η σύγκριση τών σχετικών μεταβολών δύο ή περισσότερων φαινομένων με σκοπό τη στατιστική τους ανάλυση 3. βιολ. το φαινόμενο τής αμοιβαίας σχέσης ή εξάρτησης μεταξύ χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • ασυσχέτιστος — η, ο αυτός που δεν έχει συσχετιστεί με άλλον ή που δεν επιδέχεται συσχετισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συσχετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κορδιάζω — (Μ) 1. (μτβ.) συσχετίζω, συνταιριάζω 2. (αμτβ.) έρχομαι σε συνεννόηση ή κλείνω συμφωνία 3. φρ. «κορδιάζω στοίχημα» κλείνω συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. acorder ή < βεν. acordar] …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… …   Dictionary of Greek

  • συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… …   Dictionary of Greek

  • συσχετισμός — ο, Ν 1. η συσχέτιση 2. (τοπογρ.) η άρση τών ασυμφωνιών που είναι δυνατόν να υπάρξουν σε τοπογραφικά δεδομένα ώστε όλα τα μέρη να αλληλοσχετίζονται χωρίς εμφανές σφάλμα 3. φρ. «συσχετισμός δυνάμεων» αναλογική σχέση τών κάθε είδους δυνάμεων οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»