-
1 συσχετίζω
[сисхэтиэр] р. ставить в связь, связывать, сближать, знакомить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συσχετίζω
-
2 соотнести
-
3 коррелированность
η συσχέτισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррелированность
-
4 относить I.см. отнести
2. мат. συσχετίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > относить I.см. отнести
-
5 приводить
1. мат. ανάγω, (μετα)τρέπω 2. (сообщать что-л. в подкрепление своего мнения, сослаться на что-л.) παραθέτω, φέρ(ν)ω, παρουσιάζω, προσκομίζω, αναφέρω, προβάλλω 3. (точно совмещать) φέ-ρ(ν)ω σε αντιστοιχία 4. (выходную величину к входной) συσχετίζω, παραπέμπτω 5. (в движение) βάζω/θέτω (σε κίνηση) 6. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρ(ν)ω- в исполнение θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ7. (ведя, доставлять куда-л.) φέρω, προσάγω 8. (указывать дорогу) οδηγώ, φέρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приводить
-
6 привязывать
1. (связав, завязав, соединить с кем-л.) δένω 2. (геод.) συσχετίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привязывать
-
7 сверять
αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, συσχετίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сверять
-
8 привязать
-вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. δένω, προσδένω•привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•
привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.
2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.
3. εμπνέω αφοσίωση.4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.1. δένομαι, προσδένομαι.2. μτφ. αφοσιώνομαι.3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι. -
9 роднить
-ню, -нишьρ.δ.μ.1. συγγενεύω• κάνω συγγενείς, αποκτώ συγγένεια.2. ενώνω, συσχετίζω. || προσεγγίζω, πλησιάζω.1. συγγενεύομαι, γίνομαι, συγγενής.2. συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά. || προσεγγίζομαι• εξομοιώνομαι. -
10 совмещать
ρ.δ.μ.1. συνδυάζω, (συν)ταιριάζω• συσχετίζω• συμβιβάζω•совмещать работу с учбой συνδυάζω τη δουλειά με τη σπουδή•
я не могу, совмещать этого с моими убеждениями δε μπορώ να συμβιβάζω αυτό με τις πεποιθήσεις μου.
1. συνδυάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. συμπίπτω. -
11 соответствие
-я ουδ.αντιστοιχία• αναλογία• συνταύτιση•соответствие производителыших отношений характеру производительных сил αντιστοιχία των παραγωγικών σχέσεων με τις παραγωγικές δυνάμεις.
|| σχέση•приводить в -и συσχετίζω, ταιριάζω.
εκφρ.в -и с... – σύμφωνα με... -
12 сопоставить
-влю, -вишьρ.σ.μ. αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, συσχετίζω.αντιπαραθέτομαι, αντιπαραβάλλομαι, συγκρίνομαι, συσχετίζομαι. -
13 спутать
ρ.σ.μ.1. βλ. путать.2. συνδέω, ενώνω• συσχετίζω.εκφρ.спутать расчты, планы – ανατρέπω όλους τους υπολογισμούς• χαλνώ, ματαιώνω τα σχέδια•спутать по рукам и ногам – δένω χειροπόδαρα (στερώ ελευθερίας δράσης).1. βλ. путаться (1, 4 σημ.).2. συνδέομαι, συσχετίζομαι.
См. также в других словарях:
συσχετίζω — συσχετίζω, συσχέτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συσχετίζω — Ν 1. σχετίζω κάτι με κάτι άλλο 2. (κατ επέκτ.) αναζητώ ή καθορίζω την μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σχετίζω (< σχέση). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Παν. Χιώτη] … Dictionary of Greek
συσχετίζω — συσχέτισα, συσχετίστηκα, συσχετισμένος 1. σχετίζω κάτι με ένα άλλο, συνδυάζω: Μη συσχετίζεις τα δύο ζητήματα. 2. καθορίζω τη σχέση ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συσχέτιση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συσχετίζω 2. (στατ.) η σύγκριση τών σχετικών μεταβολών δύο ή περισσότερων φαινομένων με σκοπό τη στατιστική τους ανάλυση 3. βιολ. το φαινόμενο τής αμοιβαίας σχέσης ή εξάρτησης μεταξύ χαρακτηριστικών… … Dictionary of Greek
ασυσχέτιστος — η, ο αυτός που δεν έχει συσχετιστεί με άλλον ή που δεν επιδέχεται συσχετισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συσχετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κορδιάζω — (Μ) 1. (μτβ.) συσχετίζω, συνταιριάζω 2. (αμτβ.) έρχομαι σε συνεννόηση ή κλείνω συμφωνία 3. φρ. «κορδιάζω στοίχημα» κλείνω συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. acorder ή < βεν. acordar] … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… … Dictionary of Greek
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek
συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… … Dictionary of Greek
συσχετισμός — ο, Ν 1. η συσχέτιση 2. (τοπογρ.) η άρση τών ασυμφωνιών που είναι δυνατόν να υπάρξουν σε τοπογραφικά δεδομένα ώστε όλα τα μέρη να αλληλοσχετίζονται χωρίς εμφανές σφάλμα 3. φρ. «συσχετισμός δυνάμεων» αναλογική σχέση τών κάθε είδους δυνάμεων οι… … Dictionary of Greek