συστρᾰτιώτης
1συστρατιώτης — fellow soldier masc nom sg …
2συστρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατιῶτις, ώτιδος, Α στρατιώτης που υπηρετεί μαζί με άλλον κατά τον ίδιο χρόνο ή στην ίδια στρατιωτική μονάδα αρχ. το θηλ. συμβοηθός, συνεπίκουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρατιώτης] …
3συστρατιώτης — ο 1. συναγωνιστής. 2. αυτός που υπηρετεί μαζί με άλλον σε μια στρατιωτική μονάδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συστρατιῶτα — συστρατιώτης fellow soldier masc voc sg συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic) …
5συστρατιωτῶν — συστρατιώτης fellow soldier masc gen pl …
6συστρατιῶται — συστρατιώτης fellow soldier masc nom/voc pl …
7συστρατιώταις — συστρατιώτης fellow soldier masc dat pl …
8συστρατιώτην — συστρατιώτης fellow soldier masc acc sg (attic epic ionic) …
9συστρατιώτου — συστρατιώτης fellow soldier masc gen sg …
10συστρατιώτῃ — συστρατιώτης fellow soldier masc dat sg (attic epic ionic) …