συστρογγύλλω

  • 1συστρογγύλλω — Α 1. καθιστώ κάτι εντελώς στρογγυλό 2. μτφ. (σχετικά με περιουσία) δαπανώντας ελαττώνω, περικόπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρογγύλλω «κάνω κάτι στρογγυλό» (< στρογγυλός)] …

    Dictionary of Greek