συστημένο

  • 1συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 2Γιόνσον, Έιβιντ — (Eyvind Johnson,1900 – 1976). Σουηδός συγγραφέας. Προερχόταν από οικογένεια εργατών και άσκησε πολλά επαγγέλματα πριν αφήσει τη Σουηδία για να εγκατασταθεί κατά διαστήματα στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ελβετία και στην Ιταλία. Επηρεάστηκε από… …

    Dictionary of Greek