συστατικό

  • 91θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 92θυμίνη — Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των πυριμιδινικών βάσεων και έχει χημικό τύπο C5H6N2O2. Συμβολίζεται με Τ και είναι λευκό κρυσταλλικό σώμα, ευδιάλυτο στο ζεστό νερό και δυσδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. H θ. υπάρχει σε όλους τους ζωντανούς… …

    Dictionary of Greek

  • 93ιδριαλίτης — ο ορυκτό με κύριο συστατικό τον υδράργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. idrialite < γαλλ. idrialite < τοπωνύμιο τής Γιουγκοσλαβίας Idrija + lite < lithe (πρβλ. λίθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 94ινδένιο — το χημ. δικυκλικός αρωματικός υδρογονάνθρακας, συστατικό τής λιθανθρακόπισσας …

    Dictionary of Greek

  • 95ινδικάνη — Γλυκοζίτης του τύπου C14H17O6N.3Η2Ο, που βρίσκεται στα φυτά του γένους της ινδικοφόρου (είδος θάμνου της Αμερικής και της Ασίας). Είναι άχρωμη ουσία, με σημείο τήξης 57°C, διαλυτή στο νερό και αποτελεί το κύριο συστατικό του ινδικού (λουλάκι). Η… …

    Dictionary of Greek

  • 96ιτρόγαλα — ἰτρόγαλα, τὸ (Α) φρ. «τὸ ἰτρόγαλα γάλακτος» πιθ. παχύς πλακούντας, είδος πίτας ή παρόμοιου εδέσματος με κύριο συστατικό το αλεύρι και το γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + γάλα] …

    Dictionary of Greek

  • 97ιχνηθέτης — ὁ χημ. συστατικό ενός συστήματος το οποίο κατέχει από τη φύση του κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα έτσι ώστε η ανίχνευσή του να επιτρέπει τη μελέτη τής συμπεριφοράς όλου τού συστήματος …

    Dictionary of Greek

  • 98κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …

    Dictionary of Greek

  • 99κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …

    Dictionary of Greek

  • 100κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να …

    Dictionary of Greek