συστατικό

  • 71δαφνικός — ή, ό [δάφνη] 1. (για στεφάνι) δάφνινος 2. φρ. «δαφνικό οξύ» κύριο συστατικό τού δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία …

    Dictionary of Greek

  • 72δεκάνιο — Κορεσμένος υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH3(CH2)8CH3 (ευθεία αλυσίδα ατόμων άνθρακα) που ανήκει στα αλκάνια ή παραφίνες. Είναι άχρωμο υγρό, ήπια εύφλεκτο, με σημείο βρασμού 174°C, με σημείο τήξης –29,67°C, πυκνότητα 0,7299 gr/cm3 (20°C),… …

    Dictionary of Greek

  • 73δεντρολίβανο — Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Είναι αειθαλής, φρυγανώδης θάμνος, πολύκλαδος και πυκνόφυλλος, με μικρά, γραμμοειδή φύλλα και περιτυλιγμένα χείλη, πράσινα στην πάνω πλευρά και… …

    Dictionary of Greek

  • 74δημήτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ce. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –οικογένεια των λανθανιδίων– και έχει ατομικό αριθμό 58. Έχει τέσσερα ισότοπα, όλα σταθερά. To δ. είναι αρκετά διαδεδομένο και αποτελεί το 0,0046% του γήινου φλοιού …

    Dictionary of Greek

  • 75δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …

    Dictionary of Greek

  • 76εκφωνητής — Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο …

    Dictionary of Greek

  • 77ελατηρίνη — Οργανική ένωση του τύπου C20H28O5, που ανήκει στους γλυκοζίτες. Λαμβάνεται από τους καρπούς του φυτού πικραγγουριά και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως καθαρτικό και στη θεραπεία της υδροπικίας. Παρουσιάζεται σε δύο ισομερείς μορφές, την… …

    Dictionary of Greek

  • 78εμμοδίνη — η δραστικό συστατικό με καθαρτικές ιδιότητες …

    Dictionary of Greek

  • 79εξιτήριος — α, ο (AM ἐξιτήριος, ον) [έξειμι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» λόγοι αποχαιρετισμού) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο… …

    Dictionary of Greek

  • 80επάναγκες — ἐπάναγκες (Α) (ουδ. τού άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, ες) 1. (με ή χωρίς το εστί) είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο 2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.) 3. φρ. τὰ ἐπάναγκες τα… …

    Dictionary of Greek