συστατικό

  • 41άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …

    Dictionary of Greek

  • 42άνιστος — η, ο (ανατ. ιατρ.) (για τμήμα ή συστατικό τού οργανισμού) αυτός που δεν έχει ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν + ιστός] …

    Dictionary of Greek

  • 43άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …

    Dictionary of Greek

  • 44άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …

    Dictionary of Greek

  • 45άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …

    Dictionary of Greek

  • 46ίνδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο In. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 49, ατομική μάζα 114,82 και δύο σταθερά ισότοπα. Ανακαλύφθηκε το 1863 από τους Ρίχτερ και Ράιχ σε μείγματα. To ί. λαμβάνεται με ηλεκτρόλυση των… …

    Dictionary of Greek

  • 47ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 48αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …

    Dictionary of Greek

  • 49αιθάνιο — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η6, το δεύτερο μέλος της σειράς των άκυκλων κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο βρασμού στους 84°C, κρίσιμη θερμοκρασία στους +34°C και κρίσιμη πίεση 50,2 ατμόσφαιρες.… …

    Dictionary of Greek

  • 50αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …

    Dictionary of Greek