συστατικό

  • 21κολχικίνη — Ουσία φυτικής προέλευσης, που ανήκει στα αλκαλοειδή. Εξάγεται από διάφορα μέρη (σπόροι, βολβοί κ.ά.) του φυτού κολχικό το φθινοπωρινό, της οικογένειας των λειριιδών, από το οποίο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1820. Η κ. έχει απομονωθεί και από… …

    Dictionary of Greek

  • 22κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 23κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …

    Dictionary of Greek

  • 24κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… …

    Dictionary of Greek

  • 25λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… …

    Dictionary of Greek

  • 26λαβραδορίτης — Ορυκτό, γνωστό και με την ονομασία λαβραδόριο. Πρόκειται για αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου και νατρίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων και, ειδικότερα, στην ομάδα των πλαγιοκλάστων. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα σχηματίζοντας… …

    Dictionary of Greek

  • 27λιποπολυσακχαρίτης — Πολύπλοκο μακρομόριο, το οποίο αποτελείται από έναν πολυσακχαρίτη ομοιοπολικά ενωμένο με έναν λιπιδικό πυρήνα (λιπίδιο Α). Ο λ. αποτελεί συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος όλων των αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων, όπου μία από τις κύριες… …

    Dictionary of Greek

  • 28νεφελίνης — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο KNa3 (AlSiO4)4. Κρυσταλλώνεται στην τεταρτοεδρία του εξαγωνικού συστήματος. Εμφανίζεται σε άχρωμα στιφρά συσσωματώματα, σπανιότερα σε κρυστάλλους με μορφή βραχυστηλοειδή, διαυγείς ή και θολούς, άχρωμους ή λευκούς ως …

    Dictionary of Greek

  • 29οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …

    Dictionary of Greek

  • 30στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …

    Dictionary of Greek