συστατικό

  • 111κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 112κοβάλτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά… …

    Dictionary of Greek

  • 113κολλαγόνος — και κολλογόνος, ο, θηλ. και α 1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο (βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες …

    Dictionary of Greek

  • 114κολοκυθοκεφτές — ο κεφτές που το κύριο συστατικό του είναι πολτός από κολοκύθια …

    Dictionary of Greek

  • 115κολοκυθόπιτα — η πίτα με κύριο συστατικό στη γέμιση πολτό από πράσινα κολοκύθια ή γλυκιά κόκκινη κολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα / κολοκύθι + πίτα] …

    Dictionary of Greek

  • 116κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… …

    Dictionary of Greek

  • 117κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 118κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… …

    Dictionary of Greek

  • 119κυστίνη — η (βιοχ.) αμινοξύ που αποτελεί κύριο συστατικό τών πρωτεϊνών και το οποίο δίνει με αναγωγή δύο μόρια κυστεΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystine < cyst(o) (πρβλ. κυστε[ο] ) + ine < λατ. ina, θηλ. τής inus] …

    Dictionary of Greek

  • 120κυτιδίνη — η (βιοχ.) νουκλεοζίτης που προκύπτει από τη συμπύκνωση τής κυτοσίνης και τής ριβόζης και αποτελεί βασικό συστατικό τών νουκλεϊκών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cytidine < cyt(o) (< κύτος «κοιλότητα») + idine] …

    Dictionary of Greek