συστατικό

  • 101κητίνη — η χημ. το κύριο συστατικό τού κήτειου σπέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cetine < cet (πρβλ. κήτος) + ine (< λατ. inus)] …

    Dictionary of Greek

  • 102κικινελαΐνη — ἡ (βιοχ.) γλυκεστερικός εστέρας τού κικινολεϊκού οξέος ο οποίος αποτελεί το κύριο συστατικό τού κικινελαίου …

    Dictionary of Greek

  • 103κιμπερλίτης — Πυριγενές πέτρωμα που μπορεί να καταταγεί στην οικογένεια των περιδοτιτών, με ιστό όμως καθαρά πορφυριτικό. Τα συστατικά του, που μοιάζουν με αυτά των περιδοτιτών, είναι κυρίως ολιβίνης, βιοτίτης, πυρόξενοι και γρανάτες (πυρωπόν). Από… …

    Dictionary of Greek

  • 104κιναμίνη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία τών αλκαλοειδών και η οποία αποτελεί συστατικό τού φλοιού τής κιγχόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quinamine < quin (< ισπ. quina) + amine < am (<… …

    Dictionary of Greek

  • 105κινεολικός — ή, ο φρ. χημ. α) «κινεολικά φάρμακα» φάρμακα που περιέχουν αιθέρια έλαια με κύριο συστατικό την κινεόλη β) «κινεολικό οξύ» οργανική χημική ένωση που λαμβάνεται με οξείδωση τής κινεόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 106κινεόλη — Βλ. λ. ευκαλυπτόλη. * * * η χημ. οργανική ένωση εσωτερικός αιθέρας τής τερπίνης, που υπάρχει στη φύση ως συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων, αλλ. ευκαλυπτόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 107κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… …

    Dictionary of Greek

  • 108κιτρονελλάλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ισομερής προς τη ροδινάλη, που αποτελεί συστατικό τού κιτρονελλελαίου και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη σαπωνοποιία, στη φαρμακευτική, καθώς και ως εντομοαπωθητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου,… …

    Dictionary of Greek

  • 109κιτρονελλόλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστη μονοτερπινική, μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, ισομερής προς τη ροδινόλη, που αποτελεί συστατικό τών αιθέριων ελαίων τού τριαντάφυλλου και τού γερανιού και εξάγεται από τα αιθέρια αυτά έλαια ή… …

    Dictionary of Greek

  • 110κιτρουλλίνη — η (χημ. βιοχ.) αζωτούχα άκυκλη οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία τών αμινοξέων, σχηματίζεται κατά τη σύνθεση τής αργινίνης και αποτελεί σημαντικό συστατικό τού κύκλου τής ουρίας …

    Dictionary of Greek