συρός
1Σύρος — Σύρος, η και Σύρα, η νησί των Κυκλάδων. Σύρος, ο και Σύριος, ο θηλ. α ο κάτοικος της Συρίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2Σῦρος — a Syrian masc nom sg …
3Σύρος — Syrian masc nom sg …
4σύρος — broom masc nom sg …
5Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …
6σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …
7Σύρος — Sp Siras Ap Σύρος/Syros L s. Egėjo j. Kikladų ss., Graikija …
8Σύρος Ποπλίλιος — Λατίνος συγγραφέας μίμων, γνωστός και με το όνομα Λόχιος. Ήταν Σύρος στην καταγωγή, απελεύθερος και μεγάλης μόρφωσης. Οι μίμοι του είχαν μεγάλη σκηνική επιτυχία στη Ρώμη. Έγραψε επίσης και γνωμικά (Sententiae) σε ιαμβικό τρίμετρο …
9Άνω Σύρος — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 1.109 κάτ.) της Σύρου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού και αποτελεί βορειοδυτική συνέχεια της Ερμούπολης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Άνω Σύρος κατοικήθηκε για πρώτη φορά τον 13ο αι. από …
10Άνω Σύρος — Sp Ãno Siras Ap Άνω Σύρος/Ano Syros L Kiklados (Siro s.), Graikija …