συρμός
1συρμός — any sweeping motion masc nom sg …
2συρμός — ο, ΝΜΑ [σύρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σύρω, σύρσιμο, τράβηγμα, έλκυση νεοελλ. 1. σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, τραίνο 2. ελαφρά και παροδική επιδημική νόσος 3. παροδική συνήθεια με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ή η μορφή ορισμένων… …
3συρμός — ο 1. αμαξοστοιχία. 2. μόδα, παροδική συνήθεια της κοινωνίας: Δεν είναι του συρμού. – Πάει με το συρμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συρμοῖς — συρμός any sweeping motion masc dat pl …
5συρμοί — συρμός any sweeping motion masc nom/voc pl …
6συρμοῦ — συρμός any sweeping motion masc gen sg …
7συρμούς — συρμός any sweeping motion masc acc pl …
8συρμῷ — συρμός any sweeping motion masc dat sg …
9συρμόν — συρμός any sweeping motion masc acc sg …
10σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …