συρμαία
1συρμαία — συρμαίᾱ , συρμαία purge plant fem nom/voc/acc dual (ionic) συρμαίᾱ , συρμαία purge plant fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2συρμαία — η, ΜΑ, και ιων. τ. συρμαίη Α είδος φυτού που έμοιαζε με το ραπανάκι («τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων... εἰς λάχανα καὶ συρμαίαν», Διόδ.) αρχ. 1. ο χυμός τού φυτού αυτού, τον οποίο, ύστερα από ανάμιξη με άλμη, χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό και… …
3συρμαίας — συρμαίᾱς , συρμαία purge plant fem acc pl (ionic) συρμαίᾱς , συρμαία purge plant fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
4συρμαίαν — συρμαίᾱν , συρμαία purge plant fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …
5συρμαίη — συρμαία purge plant fem nom/voc sg (epic ionic) …
6συρμαίην — συρμαία purge plant fem acc sg (epic ionic) …
7συρμαίῃ — συρμαία purge plant fem dat sg (epic ionic) …
8μελανοσυρμαίος — μελανοσυρμαῑος ον (Α) (κωμικό επίθετο τού Αριστοφ. για τους Αιγυπτίους) (με διπλή σημασία) αυτός που φορά μαύρη εσθήτα η οποία σέρνεται στο έδαφος και αυτός που πίνει συχνά συρμαία, δηλ. καθάρσιο από ένα είδος μαύρου ραπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας …
9συρμαΐζω — Α [συρμαία] (για τους Αιγυπτίους) παίρνω συρμαία ως καθαρτικό φάρμακο («συρμαΐζουσι τρεῑς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι», Ηρόδ.) …
10συρμαιοπώλης — ὁ, A αυτός που πωλεί χυμό συρμαίας ή, γενικώς, εμετικά και καθαρτικά φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρμαία + πώλης*] …
- 1
- 2