συρκίζω
1συρκίζω — A (αιολ. τ.) βλ. σαρκάζω …
2σύρκιζε — συρκίζω pres imperat act 2nd sg συρκίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… …