συν-ήδομαι
1συνήδομαι — ΜA ευχαριστούμαι, τέρπομαι ομοίως ή εξίσου με άλλον αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) χαίρομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο λόγω τής συμπάθειας που νιώθω γι αυτόν 2. (με δοτ. πράγματος ή εμπρόθ. προσδ.) χαίρομαι για κάτι (α. «συνήδομαι τῷ νόμῳ τοῡ… …
2συμπερασθεισῶν — συμπερᾱσθεισῶν , σύν , περί ἥδομαι swad aor part pass fem gen pl (doric) …
3συμπερασθεῖσα — συμπερᾱσθεῖσα , σύν , περί ἥδομαι swad aor part pass fem nom/voc sg (doric) …
4συμπερασθῆναι — συμπερᾱσθῆναι , σύν , περί ἥδομαι swad aor inf pass (doric) …
5συμπερασθέντων — συμπερᾱσθέντων , σύν , περί ἥδομαι swad aor part pass masc/neut gen pl (doric) …
6συμπερασθήσεται — συμπερᾱσθήσεται , σύν , περί ἥδομαι swad fut ind pass 3rd sg (doric aeolic) …