συν-έχω

  • 91συνευνώμαι — άομαι, Α κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι, συνευρίσκομαι, έχω σαρκικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐνῶ, ῶμαι (< εὐνή «κρεβάτι»)] …

    Dictionary of Greek

  • 92συνθεάζω — Α κατέχομαι και εγώ επίσης από προφητικό ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεάζω «έχω θεία φύση, είμαι θείος» (< θεός)] …

    Dictionary of Greek

  • 93συνθυμώ — έω, Α 1. έχω την ίδια άποψη με κάποιον, ομοφρονώ 2. νιώθω τα ίδια συναισθήματα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυμῶ (< θυμος < θυμός), πρβλ. ἐπι θυμῶ, κατα θυμῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 94συννέμω — Α 1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον 2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.) 3. μέσ. συννέμομαι α) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῑστα οὐ… …

    Dictionary of Greek

  • 95συνοίομαι — και αττ. τ. ξυνοίομαι Α έχω την ίδια γνώμη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 96συνταχύνω — Α 1. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι («τὴν επιχείρησιν μὴ οὕτω συντάχυνε», Ηρόδ.) 2. (για νόσο) έχω τον ίδιο ρυθμό εξέλιξης 3. (αμτβ.) πορεύομαι με ταχύτητα, σπεύδω 4. φρ. «ὁ βίος συνταχύνει» ο βίος σπεύδει προς το τέλος του, η ζωή τελειώνει γρήγορα… …

    Dictionary of Greek

  • 97συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] …

    Dictionary of Greek

  • 98συνωδίνω — ΜΑ 1. κοιλοπονώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. (γενικά) υποφέρω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο, συμπάσχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠδίνω «κοιλοπονώ, έχω ωδίνες τοκετού»] …

    Dictionary of Greek

  • 99συνωχαδόν — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θ. ωχ τής εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. ὠμ αδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 100συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… …

    Dictionary of Greek