συν-έχω

  • 81συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… …

    Dictionary of Greek

  • 82συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… …

    Dictionary of Greek

  • 83συναναφύρω — ΜΑ 1. ανακατεύω μαζί 2. παθ. συναναφύρομαι συναναστρέφομαι αρχ. (μέσ. παθ.) α) κυλιέμαι κάπου μαζί με άλλους β) μτφ. κυλιέμαι στη λάσπη, έχω επιλήψιμες συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναφύρω «αναμιγνύω, συγχέω, μιαίνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 84συνασιτώ — έω, Μ στερούμαι τροφής και εγώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσιτῶ «δεν τρώω, δεν έχω όρεξη για φαγητό» (< ἄσιτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 85συνδιομολογούμαι — έομαι, Α έχω γίνει παραδεκτός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διομολογῶ «συμφωνώ, αναγνωρίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 86συνεκφύομαι — Α 1. γεννιέμαι μαζί («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.) 2. έχω την ίδια καταγωγή με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφύομαι «φυτρώνω, γεννιέμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 87συνεξορθιάζω — Α (πιθ. γρφ. στον Πλούτ.) διεγείρω ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξορθιάζω «φωνάζω δυνατά, έχω κάτι όρθιο» (βλ. λ. εξορθιάζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 88συνεοχμός — ὁ, Α συναρμογή («τὸν ῥ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν * + οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 89συνεπιμαρτυρώ — έω, MA επιμαρτυρώ κι εγώ, παρέχω κι εγώ τη διαβεβαίωση μου (α. «παρέξομαι τοῑς λόγοις. συνεπιμαρτυροῡντα τὰ πράγματα», Άνν. Κομν. β. «συνεπιμαρτυροῡντος τοῡ θεοῡ σημείοις», ΚΔ γ. «συνεπιμαρτυρεῑ ὁ βίος ἅπας», Αριστοτ.) αρχ. αστρολ. (για πλανήτες) …

    Dictionary of Greek

  • 90συνευνάζω — ΜΑ 1. παντρεύω 2. μέσ. συνευνάζομαι πλαγιάζω στο ίδιο κρεβάτι, έχω σαρκικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐνάζω «κοιμάμαι»] …

    Dictionary of Greek