συν-έχω

  • 71συγκρητίζω — Α συνασπίζομαι με ομοεθνείς, μολονότι έχω διαφορές μαζί τους, για την από κοινού αντιμετώπιση επικείμενου πολέμου («συγκρητίσαι λέγουσιν οἱ Κρῆτες, ὅταν ἑνωθεῑσιν αὐτοῑς γένοιτο πόλεμος ἐστασίαζον γὰρ ἀεί», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * …

    Dictionary of Greek

  • 72συγχέω — ΝΜΑ 1. εκλαμβάνω κάτι αντί άλλου, δεν έχω σαφή αντίληψη τών γνωρισμάτων κάποιου, μπερδεύω (α. «μην συγχέεις τα πράγματα» β. «ταὐτὰ πάλιν γράμματα συγχεῑς», Ευρ.) 2. (σχετικά με τον νου) προκαλώ σύγχυση, επιφέρω ταραχή, διαταράσσω («μή μοι σύγχει… …

    Dictionary of Greek

  • 73συγχρηματίζω — Α 1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.) 2. ενεργώ από κοινού με άλλον 3. έχω ίδιο όνομα με άλλον 4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 74συγχρώμαι — άομαι, Α 1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 2. ωφελούμαι από κάτι, τό εκμεταλλεύομαι («συγχρᾱσθαι τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ», επιγρ.) 3. έχω σχέσεις με κάποιον, τὸν συναναστρέφομαι («οὐ... συγχρῶνται Ἰουδαῑοι… …

    Dictionary of Greek

  • 75συλλήγω — Α 1. τελειώνω ταυτόχρονα, πεθαίνω ενώ συμβαίνει κάτι 2. γραμμ. έχω την ίδια κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λήγω «τελειώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 76συλλούομαι — Α 1. λούζομαι μαζί με κάποιον άλλο 2. κάνω μπάνιο χωρίς να βγάλω έμπλαστρο που έχω κολλήσει σε ένα σημείο τού σώματός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λούομαι «λούζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 77συμμηκίζομαι — Μ έχω το ίδιο μήκος, είμαι ίσος με άλλον ως προς το μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηκίζω «επιμηκύνω, εκτείνω» (< μῆκος)] …

    Dictionary of Greek

  • 78συμπεραίνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπεραίνω Α (στην αρχ. μόνον το μέσ. συμπεραίνομαι) καταλήγω σε συμπέρασμα μετά από έλεγχο δεδομένων, συνάγω λογικό συμπέρασμα (α. «από όσα άκουσα, συμπεραίνω ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση» β. «τὴν ἑτέραν λαβόντα πρότασιν,… …

    Dictionary of Greek

  • 79συνήκω — και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α 1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 80συνίσχω — ΜΑ 1. συνέχω 2. (το παθ.) συνίσχομαι πάσχω, υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἴσχω, άλλος τ. τού έχω] …

    Dictionary of Greek