συν-έχω

  • 61πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …

    Dictionary of Greek

  • 62παρακινητικός — ή, ό / παρακινητικός, ή, όν, ΝΑ [παρακινώ] αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικός αρχ. παράφρονας, τρελός, παράφορος. επίρρ... παρακινητικώς και ά / παρακινητικῶς, ΝΑ νεοελλ. με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο …

    Dictionary of Greek

  • 63περιεχής — ές, Α 1. αυτός που περιέχει κάτι, ο περιεκτικός 2. (για στάση αθλητή) σκυφτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + εχής (< ἔχω*), πρβλ. προσ εχής, συν εχής] …

    Dictionary of Greek

  • 64ρώννυμι — και ῥωννύω ΜΑ 1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, η, ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης αρχ. 1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω 2. (το β εν. και το β πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε… …

    Dictionary of Greek

  • 65σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 66συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …

    Dictionary of Greek

  • 67συγγλίχομαι — Μ έχω τις ίδιες επιθυμίες με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γλίχομαι»επιθυμώ, επιμένω»] …

    Dictionary of Greek

  • 68συγκαθείμαρμαι — Μ 1. παθ. έχω επίσης αποφασιστεί από το πεπρωμένο 2. (με σημ. ενεστ.) συνδέομαι με κάποιον με την ίδια μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθείμαρται «είναι από τη μοίρα γραμμένο»] …

    Dictionary of Greek

  • 69συγκαρδιώσσω — Μ πονώ συγχρόνως και στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καρδιώσσω «έχω πόνους στην καρδιά» (< καρδία)] …

    Dictionary of Greek

  • 70συγκατοίχομαι — Μ καταστρέφομαι μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατοίχομαι «έχω πεθάνει»] …

    Dictionary of Greek