συν-όμνῡμι el

  • 1συνομνύω — ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α (στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.) αρχ. 1. ορκίζομαι μαζί με άλλον 2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ… …

    Dictionary of Greek

  • 2λιθωμότης — λιθωμότης, ὁ (Α) αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ ωμότης, συν ωμότης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …

    Dictionary of Greek

  • 3συνωμότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία αρχ. μτφ. αυτός που κρυφά… …

    Dictionary of Greek

  • 4συνώμοτος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνώμοτος, ον, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ συνώμοτον η συνωμοσία μσν. (για πράγμ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ένορκης συμφωνίας αρχ. 1. συνδεδεμένος με όρκο, δεσμευμένος με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυνώμοτον σύνδεσμος, ένωση που… …

    Dictionary of Greek

  • 5ψευδωμότης — ὁ, Α ψεύδορκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ωμότης)] …

    Dictionary of Greek

  • 6ψευδώμοτος — ον, Α (για όρκο) αυτός που δόθηκε ψεύτικα, εν γνώσει τού ορκιζομένου ότι λέει ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ώμοτος (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώμοτος)] …

    Dictionary of Greek