συν-τεκμαίρομαι

  • 1συντεκμαίρομαι — Α 1. εικάζω, συμπεραίνω βάσει πολλών συγχρόνως δεδομένων 2. υπολογίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνυπολογίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκμαίρομαι «δηλώνω, συμπεραίνω»] …

    Dictionary of Greek