συν-οίομαι

  • 1οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …

    Dictionary of Greek

  • 2συνοίομαι — και αττ. τ. ξυνοίομαι Α έχω την ίδια γνώμη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 3συναποίσω — σύν , ἀπό ἵζω si sd o aor subj act 1st sg σύν , ἀπό ὀίζω cry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συναποΐσω , σύν , ἀπό ὀίζω cry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συναποΐσω , σύν , ἀπό οἴομαι forebode aor ind mid 2nd sg (epic) συναποί̱σω , σύν ἀπ …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)