συν-επιβάλλω

  • 1τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …

    Dictionary of Greek

  • 2επιτέλλω — (I) ἐπιτέλλω (Α) 1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῑς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ. β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 3συγκολάζω — ΜΑ επιβάλλω τιμωρία σε κάποιον μαζί με κάποιον άλλο ή άλλους αρχ. τιμωρώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολάζω «τιμωρώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 4συντιμωρώ — έω, Α 1. σπεύδω μαζί με άλλους για βοήθεια 2. συνωμοτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τιμωρῶ «βοηθώ, επιβάλλω τιμωρία, εκδικούμαι»] …

    Dictionary of Greek