συν-εξ-ανύω

  • 1sen-, sene-, sen(e)u-, senǝ- —     sen , sene , sen(e)u , senǝ     English meaning: to prepare, work on, succeed     Deutsche Übersetzung: “bereiten, ausarbeiten, vollenden, erzielen”     Material: O.Ind. ásanam “I gewann”, sanē ma “wir mögen gewinnen”; sanō ti “gewinnt”,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 2συνανύω — και συνανύτω Α 1. διανύω κάτι μαζί με άλλον («σὺν αὐτῷ συνανύσαι δρόμον», Αππ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι, φθάνω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνύω / ἀνύτω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας, διανύω, φθάνω στο τέλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 3έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… …

    Dictionary of Greek

  • 4συνέντης — Α (κατά τον Ησύχ.) «συνεργός». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἕντης«αυτός που πραγματοποιεί κάτι» (πιθ. από την απαθή βαθμίδα *sen τής ρίζας τού ρ. ἀνύω*), βλ. και λ. αφέντης] …

    Dictionary of Greek