συν-εξευρίσκω

  • 1συνεκφροντίζω — Α φροντίζω μαζί ή από κοινού («τῷ διακόνῳ πολλά μοι συγκαμόντι καὶ συνεκφροντίσαντι», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφροντίζω «σκέπτομαι, επινοώ, εξευρίσκω»] …

    Dictionary of Greek