συν-εκ-τίνω

  • 1συντίνω — και αττ. τ. ξυντίνω Α πληρώνω από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίνω «πληρώνω, καταβάλλω»] …

    Dictionary of Greek

  • 2φατειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός (για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί*, αποτελεί το αρχαιότερο… …

    Dictionary of Greek