συν-ανατίθημι
1συνανατίθημι — Α 1. αφιερώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. βοηθώ κάποιον να τοποθετήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνατίθημι «τοποθετώ, αφιερώνω»] …
2τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …