συν-αμαθύνω

  • 1συναμαθύνω — Α κάνω στάχτη, καταστρέφω κάτι μαζί με άλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμαθύνω «μεταβάλλω σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω»] …

    Dictionary of Greek