συν-αγωνίζομαι
1συνδιαθλεύω — Μ αγωνίζομαι συνεχώς από κοινού με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθλεύω «αγωνίζομαι συνεχώς»] …
2κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… …
3συναθλεύω — και συναεθλεύω Μ μετέχω από κοινού με άλλον στον ίδιο αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀθλεύω / ἀεθλεύω «αγωνίζομαι»] …
4συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… …
5συνδιαθλώ — έω, Μ συνδιαθλεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθλῶ «αγωνίζομαι μέχρι τέλους»] …
6συνεξαμιλλώμαι — άομαι, Α ανταγωνίζομαι κάποιον («θνητὸν ἀθανάτοις... συνεξαμιλλᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαμιλλῶμαι «αγωνίζομαι»] …
7ωστίζω — Α [ὠστός] (συν. το μέσ.) ὠστίζομαι α) σπρώχνομαι εδώ κι εκεί β) αγωνίζομαι να καταλάβω κάτι («εἰς τὴν προεδρίαν... ὠστίζεται», Αριστοφ.) …