συν-άγνυμι
1συνάγνυμι — Α συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»] …
2συνδιεσπάραξαν — συνδιεσπάρᾱξαν , σύν , διά , εἰς , παρά ἄγνυμι break aor ind act 3rd pl (homeric ionic) σύν , διά , εἰσ παράγω lead by aor ind act 3rd pl (homeric ionic) σύν διασπαράσσω rend in pieces aor ind act 3rd pl …