συνῇ
81χητοσύνη — ἡ, Α 1. στέρηση, ένδεια 2. απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē και κατάλ. σύνη*] …
82χοντροσύνη — η, Ν 1. η ιδιότητα τού χοντρού 2. μτφ. βαναυσότητα, χυδαιότητα 3. παροιμ. φρ. «η πολλή χοντροσύνη δεν κάνει αγιοσύνη» δηλώνει ότι η υποδούλωση στις γαστριμαργικές ορέξεις δεν οδηγεί στην αγιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. σύνη*] …
83χρηστοσύνη — ἡ, Α χρηστότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + κατάλ. σύνη*] …
84χριστιανοσύνη — η, ΝΜ, και πιθ. γρφ. χριστιανωσύνη Μ το σύνολο τών χριστιανών νεοελλ. η ιδιότητα τού χριστιανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + κατάλ. σύνη*] …
85χωριατοσύνη — η, Ν χωριατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + σύνη*] …
86ψευδοσύνη — ἡ, Μ απατηλή διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος / ψευδής + κατάλ. σύνη*] …
87Tachysynethie — Ta|chy|syn|ethi̲e̲ [↑tachy... u. gr. συνηϑεια = Angewöhnung] w; , ...i̱en: sehr rasche Gewöhnung des Organismus an ein toxisches Heilmittel …
88συνηδόμεθα — συνήδομαι rejoice together imperf ind mp 1st pl συνήδομαι rejoice together pres ind mp 1st pl συνη̱δόμεθα , συνήδομαι rejoice together imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic) συνήδομαι rejoice together imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
89συνηδόμην — συνήδομαι rejoice together imperf ind mp 1st sg συνη̱δόμην , συνήδομαι rejoice together imperf ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) συνήδομαι rejoice together imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) …
90συνηχοῦμεν — συνηχέω sound together pres ind act 1st pl (attic epic doric) συνηχέω sound together imperf ind act 1st pl (attic epic doric) συνηχέω sound together pres ind act 1st pl (attic epic doric) συνη̱χοῦμεν , συνηχέω sound together imperf ind act 1st pl …