συνῇ

  • 71προκοψύνη — η, Ν η προκοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκόπτω + κατάλ. σύνη] …

    Dictionary of Greek

  • 72συνήμων — ον, Α 1. ενωμένος, συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συνήμονες οι οικείοι ή οι σύντροφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνη τού συνίημι (πρβλ. αόρ. σύνηκα) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] …

    Dictionary of Greek

  • 73συοπλουτοσύνη — και δωρ. τ. συοπλουτοσύνα, ἡ, Α αφθονία χοίρων ή πλούτος που προέρχεται από την εκτροφή χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + πλοῦτος + κατάλ. σύνη*] …

    Dictionary of Greek

  • 74τερμοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) πέρας, τέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμων, ονος + σύνη*] …

    Dictionary of Greek

  • 75τεχνοσύνη — και δωρ. τ. τεχνοσύνα, ἡ, Α η τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τέχνη, κατά τα θηλ. σε σύνη*] …

    Dictionary of Greek

  • 76τοξοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) η τέχνη τού να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. σύνη*] …

    Dictionary of Greek

  • 77φημοσύνη — ἡ, Α χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῆμα* + κατάλ. σύνη*. Το μο τού τ. έχει πιθ. προέλθει από παλαιότερη απόδοση τού mn (> μᾰ)] …

    Dictionary of Greek

  • 78χαιροσύνη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χαρμοσύνη, χαρά». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + κατάλ. σύνη*] …

    Dictionary of Greek

  • 79χαρμοσύνη — η, ΝΜΑ χαρά, ευφροσύνη («στρέψω τὸ πένθος αὐτῶν εἰς χαρμοσύνην», ΠΔ) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χαρμοσύνη ὀνομασία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω* + κατάλ. σύνη*, μέσω ενός τ. *χάρμων (πρβλ. μνημοσύνη: μνήμων)] …

    Dictionary of Greek

  • 80χηροσύνη — ἡ, ΜΑ στέρηση συζύγου, χηρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + κατάλ. σύνη*] …

    Dictionary of Greek