συνῇ

  • 61ηδοσύνη — ἡδοσύνη, δωρ. τ. ἁδοσύνα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονή, αναλογικά προς τα θηλυκά σε σύνη (πρβλ. ευφροσύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 62ημεροσύνη — και μεροσύνη, η 1. ημέρωμα, κατευνασμός 2. γαλήνη, ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, καλ οσύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 63μαντοσύνη — η (Α μαντοσύνη) η μαντική τέχνη αρχ. μαντεία, προφητεία, πρόβλεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντης, κατά τα θηλ. σε σύνη] …

    Dictionary of Greek

  • 64μουντζοστακτοσύνη — και μουζοστακτοσύνη, η (Μ) αισχρή, επονείδιστη πράξη που επισύρει τη διαπόμπευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + στάκτη + κατάλ. σύνη] …

    Dictionary of Greek

  • 65μπιστοσύνη — η εμπιστοσύνη, πιστότητα, πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμ πιστο σύνη < ἔμ πιστος] …

    Dictionary of Greek

  • 66νοημοσύνη — η 1. (λογ. φιλοσ.) η ικανότητα τών έλλογων όντων να νοούν, να σκέπτονται, να αντιλαμβάνονται, πνευματική ικανότητα, ευφυΐα 2. (ψυχολ.) αφηρημένη διανοητική ικανότητα αντίληψης, μάθησης και προσαρμογής, η οποία όμως διαφέρει από τις αντιδράσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 67οβραιοσύνη — και οβριοσύνη, η εβραιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οβραίος / Οβριός + κατάλ. σύνη (πρβλ. δικαιοσύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 68παιδοσύνη — παιδοσύνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) παιδεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κατάλ. σύνη] …

    Dictionary of Greek

  • 69παποσύνη — η το αξίωμα και η εξουσία τού πάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας + κατάλ. σύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Ρενιέρη] …

    Dictionary of Greek

  • 70προκοσύνη — η, Ν η προκοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκοπή, κατά τα θηλ. σε σύνη] …

    Dictionary of Greek