συνῇ

  • 51ταπεινορρημοσύνη — ἡ, Α ταπεινολογία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + ῥήμων, ονος + κατάλ. σύνη* (πρβλ. κομπορρημο σύνη) …

    Dictionary of Greek

  • 52φραγκοσύνη — η, Ν το σύνολο τών Φράγκων, τών κατοίκων τής δυτικής Ευρώπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + κατάλ. σύνη* (πρβλ. Ρωμιο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 53χρημοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) χρεία, ανάγκη, έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμη + κατάλ. ο σύνη (βλ. λ. σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 54συνήραθ' — συνήρατο , συναίρω take up together plup ind mp 3rd pl (epic) συνή̱ρατο , συναίρω take up together aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) συνή̱ρατε , συναίρω take up together aor ind act 2nd pl (attic epic ionic) συνήραται , συναίρω take up… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 55συνήρατ' — συνήρατο , συναίρω take up together plup ind mp 3rd pl (epic) συνή̱ρατο , συναίρω take up together aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) συνή̱ρατε , συναίρω take up together aor ind act 2nd pl (attic epic ionic) συνήραται , συναίρω take up… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 56συνήσθην — συνήδομαι rejoice together aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) συνήδομαι rejoice together aor ind pass 1st sg συνή̱σθην , συνήδομαι rejoice together aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) συνή̱σθην , συνήδομαι rejoice together… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 57συνήχουν — συνηχέω sound together imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) συνηχέω sound together imperf ind act 1st sg (attic epic doric) συνή̱χουν , συνηχέω sound together imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συνή̱χουν , συνηχέω sound together… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 58Tugend — Tugend, 1) soviel wie Tauglichkeit, Vorzüglichkeit, Vortrefflichkeit; daher z.B. die heilkräftigen Wirkungen gewisser Pflanzen etc. bisweilen T en genannt, auch Thieren, namentlich den Pferden, T e zugeschrieben werden. Der wissenschaftliche… …

    Pierer's Universal-Lexikon

  • 59αγιοσύνη — η (AM ἁγιωσύνη) 1. αγιότητα, ιερότητα 2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου». μσν. η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + παραγ. κατάλ. σύνη] …

    Dictionary of Greek

  • 60αγνωμοσύνη — η (Α ἀγνωμοσύνη) νεοελλ. η μη εκδήλωση ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας κάποιου προς τον ευεργέτη του, αχαριστία αρχ. 1. έλλειψη γνώσης, ενημερότητας σχετικά με κάτι 2. έλλειψη φρονήσεως, απερισκεψία 3. ανόητη υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία 4. έλλειψη …

    Dictionary of Greek