συνῇ

  • 41λαθοσύνα — λαθοσύνα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ (πρβλ. ἔ λαθ ον, αόρ. β τού λανθάνω) + συνδετικό φωνήεν ο + κατάλ. σύνη (πρβλ. δικαιο σύνη, κερδο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 42μπραβοσύνη — η ανδρεία, ικανότητα, επιτηδειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπράβος + κατάλ. σύνη (πρβλ. καλο σύνη, μεγαλο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 43παλαιμοσύνη — και παλαισμοσύνη, ἡ (Α) η τέχνη τού παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. σύνη, ενώ κατ άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιππο σύνη, τοξο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 44ζυγοσύνη — ζυγοσύνη, ἡ (Μ) η επιβολή ζυγού, εξουσία πάνω σε κάποιον, η κυριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγ ός + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαιο σύνη, ιερ οσύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 45κακοσύνη — η (Μ κακοσύνη) μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία νεοελλ. 1. κακία, έχθρα 2. οργή, θυμός μσν. 1. κακό, κακή πράξη 2. σωματική κάκωση, κακοποίηση 3. κακοτυχία 4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 46καλοσύνη — και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη) 1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα 2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες») 3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος 4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη») νεοελλ. 1. αγάπη,… …

    Dictionary of Greek

  • 47ντομπροσύνη — η η ιδιότητα και η συμπεριφορά τού ντόμπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντόμπρος + κατάλ. σύνη (πρβλ. καλο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 48πημοσύνη — ἡ, Α η πημονή*, συμφορά, δυστύχημα, πάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆμα + κατάλ. σύνη (πρβλ. οικτο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 49πηοσύνη — ἡ, Α σχέση, σύνδεσμος, συγγένεια από αγχιστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηός «συγγενής από αγχιστεία» + κατάλ. σύνη (πρβλ. χηρο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 50πιδεξιωσύνη — η, Ν 1. επιδεξιότητα 2. στον πληθ. οι πιδεξιωσύνες επιδέξιες πράξεις, τεχνάσματα, τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιδέξιος + κατάλ. σύνη (πρβλ. καλο σύνη)] …

    Dictionary of Greek