συνᾰλῐφή
1συναλιφῇ — συναλιφή stopping of a hiatus fem dat sg (attic epic ionic) …
2συναλιφή — stopping of a hiatus fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3συναλιφή — ἡ, ΜΑ βλ. συναλοιφή …
4συναλιφαί — συναλιφή stopping of a hiatus fem nom/voc pl …
5συναλιφῆς — συναλιφή stopping of a hiatus fem gen sg (attic epic ionic) …
6συναλιφήν — συναλιφή stopping of a hiatus fem acc sg (attic epic ionic) …
7συναλιφῶν — συναλιφή stopping of a hiatus fem gen pl …
8συναλοιφή — η, ΝΜΑ, και συναλιφή και συναλειφή και συναληφή ΜΑ [συναλείφω] γραμμ. φωνολογική διαδικασία που οδηγεί στη σύζευξη δύο διαδοχικών φωνηέντων σε ένα, ώστε να αποφεύγεται η χασμωδία, με συναίρεση, με κράση ή με συνίζηση μσν. αρχ. (για τα πρόσωπα τής …
9συναλιφάς — συναλιφά̱ς , συναλιφή stopping of a hiatus fem acc pl …