συνήγορος
1συνήγορος — speaking with masc/fem nom sg …
2συνήγορος — ο, η / συνήγορος, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, ον, Α ως ουσ. 1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια 2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου νεοελλ. (νομ.) ο νομικός… …
3συνήγορος, ο — η 1. υποστηρικτής. 2. δικηγόρος που υπερασπίζεται κάποιον στο δικαστήριο: Το λόγο έχει ο συνήγορος του κατηγορουμένου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξυνήγορος — συνήγορος , συνήγορος speaking with masc/fem nom sg …
5συνήγορον — συνήγορος speaking with masc/fem acc sg συνήγορος speaking with neut nom/voc/acc sg …
6Синегор — • Συνήγορος и συνηγορία, см. Iudicium, Судопроизводство, 11 …
7συνηγόροις — συνήγορος speaking with masc/fem/neut dat pl …
8συνηγόρου — συνήγορος speaking with masc/fem/neut gen sg …
9συνηγόρους — συνήγορος speaking with masc/fem acc pl …
10συνηγόρων — συνήγορος speaking with masc/fem/neut gen pl …