συνόλως
1συνόλως — Α βλ. σύνολος …
2συνόλως — σύνολος all together adverbial σύνολος all together masc acc pl (doric) σύνολος all together adverbial σύνολος all together masc/fem acc pl (doric) …
3ξυνόλως — συνόλως , σύνολος all together adverbial συνόλως , σύνολος all together masc acc pl (doric) συνόλως , σύνολος all together adverbial συνόλως , σύνολος all together masc/fem acc pl (doric) …
4бьхъма — (17) нар. Совершенно, совсем, вообще: изволивъ жити бе славы. нъ ѡбаче тако творѩ. ничьто же си бьхъма твор˫а мьн˫аше. (οὐδαμῶς) ЖФСт XII, 46; ѥмоу же ѡчищени˫а ради д҃шевьнаго. и въноутрь и въ ср҃дци плачь. никогда же оубо престан˫ашеть бьхъма.… …
5σύνολος — ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, όλη, ον, Α [ὅλος] 1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.) 2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ …